στεατοπυγία

στεατοπυγία
Τυπικό φυσικό χαρακτηριστικό μερικών ατόμων που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση υπερβολικού λίπους στους γλουτούς. Το χαρακτηριστικό αυτό συνοδεύεται με ιδιαίτερη διάπλαση της λεκάνης και του κάτω άκρου της σπονδυλικής στήλης. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στους Οντότους, Βουσμάνους και Ανδαμάνους, γι’ αυτό λέγονται και στεατοπυγίδες. Στεατοπυγικό ειδώλιο από οπτή γη, χρονολογημένο μεταξύ του 1400 και του 1230 π.Χ., από την Κηρύνεια της Κύπρου. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του στήθους έχουν αποδοθεί πλαστικά (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
* * *
η, Ν
(ανατ.-ανθρωπολ.) εναπόθεση παχέος στρώματος λίπους στη μέση και στους γλουτούς, που δημιουργεί πολύ έντονη κυρτότητα τής οσφυϊκής-ιερής χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatopygia (< στέαρ, -ατος + -πυγία < πυγή «οπίσθια»). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ανατολή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεατοπυγία — η υπέρμετρη ανάπτυξη λιπώδους ιστού στους γλουτούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεατοπυγικός — ή, ό, Ν [στεατοπυγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στεατοπυγία …   Dictionary of Greek

  • στεατόπυγος — η, ο, Ν [στεατοπυγία] αυτός που έχει στεατοπυγία …   Dictionary of Greek

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • Βουσμάνοι — Αφρικανικός λαός, θεωρούμενος πρωτομορφικός σε σχέση με τη αφρικανική ομάδα. Οι Β. διαφέρουν από τους άλλους καθαυτό νεγροειδείς λαούς σε διάφορα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων είναι το μελαχρινοκιτρινωπό χρώμα του δέρματος, τα αραιά μαλλιά, η …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • Ντορόμπο — Ομάδα αφρικανικών φυλών που ζουν στην Ουγκάντα και στην Τανζανία, θεωρούνται ιθαγενείς των περιοχών αυτών αν και παλαιότερα μερικοί υποστήριζαν ότι προέρχονται από την Κένυα. Φυλετικά έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους Σομαλούς και τους Αιθίοπες …   Dictionary of Greek

  • στεατοπυγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στεατοπυγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”