στεατοπυγία — η υπέρμετρη ανάπτυξη λιπώδους ιστού στους γλουτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεατοπυγικός — ή, ό, Ν [στεατοπυγία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στεατοπυγία … Dictionary of Greek
στεατόπυγος — η, ο, Ν [στεατοπυγία] αυτός που έχει στεατοπυγία … Dictionary of Greek
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
ειδώλιο — Μικρό άγαλμα κατασκευασμένο από πηλό, πέτρα, ξύλο, χαλκό ή ελεφαντοστό. Τα πρώτα ε. εμφανίζονται ήδη στους πολιτισμούς της ανώτερης παλαιολιθικής περιόδου. Πρόκειται για αγαλμάτια, κυρίως λίθινα, που παριστάνουν γυναικείες μορφές με ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
Βουσμάνοι — Αφρικανικός λαός, θεωρούμενος πρωτομορφικός σε σχέση με τη αφρικανική ομάδα. Οι Β. διαφέρουν από τους άλλους καθαυτό νεγροειδείς λαούς σε διάφορα χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων είναι το μελαχρινοκιτρινωπό χρώμα του δέρματος, τα αραιά μαλλιά, η … Dictionary of Greek
Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Ντορόμπο — Ομάδα αφρικανικών φυλών που ζουν στην Ουγκάντα και στην Τανζανία, θεωρούνται ιθαγενείς των περιοχών αυτών αν και παλαιότερα μερικοί υποστήριζαν ότι προέρχονται από την Κένυα. Φυλετικά έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους Σομαλούς και τους Αιθίοπες … Dictionary of Greek
στεατοπυγικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στεατοπυγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)